http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CF%80%CE%BF%CF%82
κόλπος αρσενικό
1. (γεωγραφία) σχηματισμός της ακτογραμμής, η κοιλότητα που η θάλασσα εισδύει στην ξηρά
η Θεσσαλονίκη είναι χτισμένη στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου
2.η αγκαλιά, ο κόρφος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος
3. (μεταφορικά, στον πληθυντικό) το εσωτερικό ενός οργανισμού, μιας ομάδας, το άμεσο περιβάλλον
η οικογένεια τον ξαναδέχτηκε στους κόλπους της
4. (ανατομία) εσωτερική κοιλότητα του σώματος, κυρίως, της καρδιάς
αριστερός κόλπος της καρδιάς
5. (γυναικολογία) η κοιλότητα των γυναικείων γεννητικών οργάνων, μεταξύ της μήτρας και του αιδοίου, που, κατά τη συνουσία, υποδέχεται το πέος
Παρασκευή 18 Απριλίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου